- σφαῖρος
- σφαῖρος, ὁ,A = σφαῖρα, the condition of the Universe ([etym.] ὁ Κόσμος), when brought together by Eros, Emp.27.4,al.II cf.σφῆρος.III dub. sens. in POxy.1727.15 (ii/iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Σφαῖρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαῖρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαίρος — I Μυθολογικό πρόσωπο, ηνίοχος του Πέλοπα. Μετά τοn θάνατό του τον θάψανε στο μικρό νησί που βρίσκεται κοντά στην Τροιζηνία και ονομάζεται γι’ αυτό Σφαιρία. Η κόρη του Πιθέα, βασιλιά της Τροιζήνας, έπειτα από όνειρο, έκανε στον τάφο του σπονδές… … Dictionary of Greek
Σφαῖρον — Σφαῖρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαῖρον — σφαῖρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφαίρου — Σφαῖρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαίρου — σφαῖρος masc gen sg σφαιρόω make into a globule pres imperat act 2nd sg σφαιρόω make into a globule imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφαίρῳ — Σφαῖρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαίρῳ — σφαῖρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύσφαιρος — εὔσφαιρος, ον (Μ) (κυρίως για μαργαριτάρια) ολοστρόγγυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σφαιρος (< σφαίρα), πρβλ. μεσό σφαιρος, οκτά σφαιρος] … Dictionary of Greek
θαλασσόσφαιρα — τα ακτινόζωα με σφαιρικό σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + σφαιρος (< σφαίρα), πρβλ. ά σφαιρος, μεσό σφαιρος] … Dictionary of Greek